Θα ξεκινήσω το κείμενό
μου για το Abovo από το... τέλος. Λίγο πριν την έξοδό μας από το μαγαζί, μας περίμενε ο σεφ Μιχάλης
Νούρλογλου να μας αποχαιρετήσει: «Φάγατε καλά; Να ξέρετε πάντως πως μαγειρεύουμε
και καλύτερα!», είπε πριν προλάβουμε να του πούμε ότι «Όχι, δεν φάγαμε καλά.
Φάγαμε τέλεια!».
«Πλάκα μας κάνει ο τύπος;»
σκέφτηκα και όταν του ζητήσαμε να μας εξηγήσει τι εννοεί, απάντησε ότι λόγω
φόρτου εργασίας (σ.σ. πήγαμε Σάββατο και ήταν –δικαίως- γεμάτο το μαγαζί, θεωρεί
πως) δεν απέδωσε τα μέγιστα.
-Δηλαδή αν έρθουμε καθημερινή τι παραπάνω θα κάνει; Αναρωτήθηκα και απέσπασα
υπόσχεση από τον Πατέρα να επανέλθουμε σύντομα.
Το τωρινό μαγαζί δεν έχει
καμία σχέση με αυτό στο Κεφαλάρι: από ένα διακριτικό, ήσυχο εστιατόριο, έχει
μετατραπεί σε μία εξωστρεφή σάλα με μυρωδιές από την ανοιχτή κουζίνα και επιλεγμένες
ροκιές στα ηχεία. Το μόνο που παραμένει ίδιο (ίσως και καλύτερο) είναι το
φαγητό. Το μεράκι, η όρεξη και το ταλέντο του Μιχάλη βγαίνουν σε κάθε επιλογή
του μενού. Ακόμα και στο ζεστό ψωμί που σου έρχεται στην αρχή με αλατισμένο
βούτυρο και αρωματικό ελαιόλαδο.
Δοκιμάσαμε το φουαγκρά
και τον τόνο τατάκι για πρώτα ενώ η πάπια και το μοσχαρίσιο διάφραγμα ήταν οι επιλογές μας
για τα κυρίως πιάτα. Ήταν όλα εξαιρετικά, σε σημείο που δεν μπήκα (όπως συνηθίζω)
σε διαδικασία να τα βάλω σε βαθμολογική κατάταξη, στο τέλος του δείπνου.
Αν υπήρχε κάτι που δεν
μου «κόλλησε» ήταν ο θόρυβος. Σκέφτηκα πως κάτι παρόμοιο βίωσα και στην Cookoovaya αλλά
εκεί το ψηλοτάβανο μαγαζί με τα έντονα φώτα δημιουργούν μια τελείως διαφορετική
ατμόσφαιρα. Τα υλικά με τα οποία είναι φτιαγμένο και διακοσμημένο το Abovo, αλλά
και το χαμηλό του ταβάνι δεν βοηθούν καθόλου στην απορρόφηση του ήχου ενώ ο διακριτικός
φωτισμός (που χαρακτηρίζει τα «ήσυχα» εστιατόρια) έρχεται σε αντίθεση με το
τελικό αποτέλεσμα. Λίγο το κακό.
Όπως και να έχει, το
συμπέρασμα είναι πως αν και ο Μιχάλης Νούρλογλου κατέβηκε από τα βόρεια προάστια
στο κέντρο, ανεβαίνει συνεχώς στην εκτίμηση και την προτίμησή μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου