19.1.16

Μια "φασαριόζα" Cookoovaya

Η ανοιχτή πίτα με κρέας, μανιτάρια και τρούφα
Ήθελα να πάω/φάω στην Cookovaya από την πρώτη στιγμή που άνοιξε, για δύο λόγους:
Α) Η ομάδα των μαγείρων της
Ο βραβευμένος με αστέρι Michelin, Νίκος Καραθάνος, οι αδερφοί Λιάκοι,  "ψημένοι" στην κουζίνα με μαγαζιά από τα top της Αθήνας, Base Grill & Travolta, ο Περικλής Κοσκινάς που κουβαλάει έναν Milos κι ένα Αλάτσι στις κουτάλες του και ο Μάνος Ζουρνατζής στου οποίου την Cuccina Povera είχαμε (καλο)φάει και (καλο)πιεί ουκ ολίγες φορές. 

Και
Β) Το ανατρεπτικό σκεπτικό της, το concept που λένε και στο χωριό μας. 
Δεν είναι gourmet, δεν είναι ταβέρνα, δεν είναι bistro. Ε, τότε τι είναι; Θα προσπαθήσω να περιγράψω αυτό που είδα-ένιωσα-γεύτηκα εγώ.

Μπαίνοντας στην Cookovaya, Παρασκευή βράδυ κατά τις 9:30 (θεωρητικά την ώρα που αρχίζει το μεγάλο νταβαντούρι στα εστιατόρια), έπαθα ένα μικρό σοκ: πολύ φως, πολλή φασαρία. Θα μπορούσα να σκεφτώ πως κάτι δεν πάει καλά αν δεν έβλεπα τους πάντες να σε καλωσορίζουν ζεστά και φιλικά σαν να περίμεναν μόνο εσένα γι' απόψε.

Προχωρώντας στο μαγαζί, το σοκ συνεχίστηκε: "Καλέ αυτό είναι τεράστιο!" σκέφτηκα, προσπαθώντας ακόμα να συνηθίσω φώτα και ήχους. Καθίσαμε και αυτό ήταν! Έγινε ένα "κλικ", και αυτόματα αποτελούσα κι εγώ μέρος του μαγαζιού. Όλο αυτό που μου ακουγόνταν σαν φασαρία λίγο πριν, έγινε ο φυσικός ήχος του περιβάλλοντος. Αμέσως, άρχισα να παρατηρώ λεπτομέρειες.

Πρώτη και καλύτερη, ο Καραθάνος σε ρόλο Speedy Gonzales! Πριν προλάβουμε να βολευτούμε στις θέσεις μας, είχε έρθει, μας είχε καλοσωρίσει και πρόλαβε κι ένα: "έρχομαι σε ένα λεπτό!", λες ας πούμε ότι μας είχε στημένους κανά μισάωρο! Αλλά και οι υπόλοιποι της πεντάδας ήταν απλωμένοι σε όλο το... γήπεδο φροντίζοντας για την ομαλή διεξαγωγή του "αγώνα" σε κάθε τραπέζι.
Χάζεψα για λίγο την ανοιχτή κουζίνα με τις δέκα φιγούρες/μάγειρες να πηγαινοφέρνουν πιάτα, τηγάνια και κατσαρολικά, συμβάλλοντας κι αυτές με τα ηχητικά και μυρωδικά εφέ τους στο όλο σκηνικό. Σχεδόν χορογραφημένοι.

Από περιέργεια ρώτησα πόσοι πελάτες εξυπηρετούνται εκείνη την στιγμή: "περίπου 260" μου απάντησαν και ομολογώ πως το σέρβις ήταν ιδιαίτερα εξαιρετικό και οργανωμένο. 

Ρίξαμε μια ματιά στον κατάλογο, κι αφού καταφέραμε να ξεχωρίσουμε κάποια, ο Καραθάνος ήταν έτοιμος να πάρει παραγγελία. Ναι, μωρέ αυτός ο αστεράτος, καθόταν δίπλα μας με το μπλοκάκι και σημείωνε τα πιάτα μας. Κι όμως, όχι μόνο έδειχνε να το απολαμβάνει, αλλά θα έλεγε κανείς ότι μοιάζει με κυνηγόσκυλο που μόλις του έλυσαν το λουρί και τρέχει στο δάσος μέχρι να του βγει η γλώσσα! Για τέτοια ενέργεια μιλάμε. Το ίδιο έκανε και με τα υπόλοιπα τραπέζια του.. τομέα του.

Τα πιάτα που μας πρότεινε ήταν πάνω κάτω αυτά που είχαμε σταμπάρει: σαλάτα με κουνουπίδι, ψημένο κανταΐφι και γκοργκοντζόλα και ανοιχτή πίτα με μοσχάρι για τα 
πρώτα, καπνιστό χέλι με λαρδί και ψημμένο διάφραγμα μοσχαριού για κυρίως. Με πόνο καρδιάς αφήσαμε ένα ριζότο με νιώτικο τυρί, κάτι μοσχαρίσια μάγουλα και κάτι ταρτάρ ψαριών και κρεατικών για την επόμενη φορά.
Η κουνουπιδοσαλάτα

Η ιδιαίτερη σαλάτα που δοκιμάσαμε, δίνει ένα απλό μάθημα πώς το κουνουπίδι μπορεί να γίνει γοητευτικό και να διεκδικήσει τη θέση που του αξίζει σε ένα τέτοιο μαγαζί. Μετά τη σαλάτα και πριν την ανοιχτή πίτα, ήρθε η παρέμβαση του μάγειρα με το πιάτο (της δικής μου) κατηγορίας "ω ρε μάναμ´": λεπτό ζυμάρι με τερίνα, χέλι και σχοινόπρασο. 

Τερίνα, καπνιστό χέλι και σχοινόπρασο πάνω σε λεπτό ζυμάρι
Θα μπορούσε να είναι η αρχή και το τέλος του γεύματος, να πας μόνο γι' αυτό, και να το τιμήσεις με ένα καλό κρασί. Αλλά εμείς δεν πήγαμε (μόνο) γι' αυτό. 


 Η πίτα, μου θύμισε πιάτο μαμάς συνοδευόμενη με την απορία: "σκέτη πίτα θα φας;" γι'αυτό έβαλε από πάνω πουρέ πατάτας, σοταρισμένα μανιτάρια, καρπάτσιο μοσχαριού και τριμμένη τρούφα "για να σε πιάσει" (κλασική "εξήγηση" μάνας). Μας έπιασε, το ομολογώ... Από τα πιάτα που τα τρως, ξέρεις ότι είναι μεγάλη "γουρουνιά" και το απολαμβάνεις μέχρι την ύστατη μπουκιά.

Καπνιστό χέλι με λαρδί, πουρέ από κολοκάσι και σάλτσα μαϊντανού
 Για το χέλι, σκέφτηκα αυτό που σκέφτομαι πάντα όταν το τρώω εκεί που ξέρουν πως να το αναδείξουν: "μα υπάρχουν άνθρωποι που δεν τρώνε χέλι;!".

Το διάφραγμα μου "μύρισε" πολύ από Base Grill και ομολογώ πως παρότι νοστιμότατη η συνοδεία του με πουρέ από μανιτάρια και άγριο, μαύρο ρύζι, την άφησα γιατί το άψογα ψημμένο κρεατικό πήγαινε μια χαρά και... ασυνόδευτο. 


Ποιο από τα δύο; Και τα δύο!

Όσο για τα γλυκά, δεν θα πω πολλά. Παραγγείλαμε πολίτικο τσουρέκι με παγωτό κανέλας και κρέμα μαχλέπι αλλά ο Καραθάνος μας έφερε κι ένα (υπό δοκιμήν και εκτός καταλόγου προς το παρόν) σουφλέ σοκολάτας σε τηγανητό ραβιόλι. Παρότι φανατική οπαδός της σοκολάτας, ξεκόλλησα μετά βίας το κουτάλι μου από το ζουμερό τσουρέκι για να περάσω στο σουφλέ. "Είναι η πρώτη φορά που σε βλέπω να τρως τόσο πολύ από τα γλυκά" παρατήρησα εντελώς εύστοχα ο Πατέρας. Ήταν το τέλειο φινάλε, μιας ιδανικής κρεπάλης.  

Προσπαθούσα μέσα στο μυαλό μου να το κατηγοριοποίησω. Σαν την Cookoovaya ποιο; Δύσκολο... Μου θυμίζει αστικό εστιατόριο που θα συναντήσεις σε Μιλάνο, Ρώμη, Λονδίνο. Από αυτά που (θα σε) πάνε "εκείνοι που ξέρουν" και που δεν θα βρεις σε κανέναν τουριστικό οδηγό. Δεν έχω εικόνα παλιού αστικού εστιατορίου της Αθήνας. Τα καλά δεν τα πρόλαβα και αν έχει μείνει κάποιο, δεν το γνωρίζω αλλά πολύ να ήθελα να το ήξερα. Αλλά όπως είπε και ο Πατέρας, είναι το "Νέο αστικό εστιατόριο της Αθήνας". Ένα μαγαζί "καλό" αλλά όχι δήθεν, με αρκετά μεγάλο μέσο όρο ηλικίας κοινό αλλά όχι από αυτούς που θα σε κοιτάξουν με μισό μάτι όταν γελάσεις λίγο πιο δυνατά. Ένα μαγαζί που θα σε "αναγκάσει" να απολαύσεις καλό φαγητό. 

Όσο για τις τιμές (για τις οποίες πολλά και διάφορα είχα ακούσει, κυρίως προς τα πάνω...) να αναφέρω πως για το παραπάνω μενού συνοδευόμενο από ένα μπουκάλι καλό κρασί, πληρώσαμε 110 ευρώ.

(Συμβουλή: Μην πάτε ζευγάρι ή τέλος πάντων μόνο δύο άτομα. Οι μερίδες είναι μεγάλες και χορταστικές που χρειάζονται βοήθεια, ακόμα και στις συντηρητικές -σε αριθμό πιάτων- παραγγελίες. Θα μου πεις "είναι ανάγκη να το φας όλο;". Η απάντηση είναι: "Ναι, πρέπει να το φας όλο!".)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου