Το καλύτερό μου σε μία
ταβέρνα είναι όταν την στιγμή της παραγγελίας που όλοι κοιταζόμαστε μεταξύ μας με
το ερώτημα: «Τι να πάρουμε;» να αιωρείται πάνω από τα άδεια πιάτα μας, ακούω
τον σερβιτόρο να λέει: «Να το αφήσουμε στον μάγειρα;». Ναι!
Για τα ντελικάτα κομμάτια
σεβίτσε μπαρμπουνιού, για τον νοστιμότατο καπνιστό τόνο, για τις φρεσκότατες
ψητές καραβίδες που ήρθαν συνοδεία μείγματος φρέσκου ελαιολάδου, λεμονιού και
κρουτόν από παξιμαδάκια, για τα τρυφερά φιλετάκια μπαρμπουνιού που ήρθαν
ξαπλωμένα πάνω σε γέμιση από ντολμαδάκια γεμάτη φρεσκαδούρα από άνηθο, για τις καλοψημένες
σουπιές που έκλεβαν από την λεμονάτη δροσιά των σχεδόν ωμών αλλά τόσο νόστιμων (πώς
το έκανε;;;) χόρτων. Δεν λέω, όλα είχαν ένα touch υψηλής έμπνευσης, ακόμα και το απλό
ήταν ένα «τσακ» πιο ψηλά από τα γευστικά μας γνώριμα.
Αλλά αυτός ο καγιανάς…
Πόσο νόστιμος μπορεί να είναι ένας καγιανάς; Πόση αποθέωση μπορεί να γνωρίσει ένας
καγιανάς; Και σιγά, στο κάτω-κάτω, για έναν καγιανά μιλάμε! Κι όμως ΑΥΤΟΣ ο
καγιανάς, από την στιγμή που ήρθε μοσχομυριστός -με το τηγάνι- στο τραπέζι μας,
μονοπώλησε τα πιρούνια, την συζήτηση και τις καρδιές μας.
Γιατί δεν ήταν ένας συνηθισμένος,
οποιοσδήποτε καγιανάς, -όπως τον ξέρουμε- με ντομάτες και αβγά. Βρούβες,
ντοματίνια, γαρίδες (!) και αβγά ήταν τα ορατά υλικά του, φρέσκο βούτυρο το
κρυφό και άγνωστα όλα τα υπόλοιπα που μας έκαναν να του δώσουμε τον τίτλο του
καλύτερου πιάτου της βραδιάς. Στην προσωπική μου βαθμολογία μπήκε με άνεση στην
πρώτη (γενική μου) πεντάδα και σίγουρα θεωρώ πως είναι ο πιο εντυπωσιακός και εύστοχος συνδυασμός
υλικών που είχα την τύχη να δοκιμάσω τον τελευταίο καιρό.
Και μπορεί ο συγκεκριμένος
καγιανάς να ήταν το γευστικό μας αποκορύφωμα, αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν και ο
τερματισμός. Αντίθετα, όσο ο σερβιτόρος στην ερώτηση: «Όλα καλά;» έπαιρνε κάτι
μουγκανητά για απάντηση, συνέχιζε το φόρτωμα. Ήρθαν και κάτι γαβράκια στο
τηγάνι τους, κάτι θράψαλα σε μελάνι σουπιάς, ακόμα και μία γαριδομακαρονάδα στο
τέλος για τους τελευταίους αφιχθέντες του τραπεζιού η οποία μάλιστα μας έριξε
και στο φιλότιμο ώστε να σκεφτούμε: «Ε όχι, από αυτό δεν θα φάμε (πολύ)» και να πάρουμε μόλις από μία μπουκιά ο καθένας. Μέχρι που του είπαμε: "καλύτερα να μην φέρεις άλλα" (δεν ξέρω και αν είχε).
Έτσι για τα πρακτικά να
αναφέρω πως για οοοοοοοοόλα (ίσως ξεχνάω και κάτι, δεν είμαι σίγουρη) αυτά, με
τσίπουρα και κρασιά –έτσι στεγνά θα τα τρώγαμε;- πληρώσαμε 25 ευρώ έκαστος, με
μόνα κερασμένα τα γλυκά.
(σ.σ.: Για τους γνωρίζοντες, ο Γιάννης
(μάγειρας) βρισκόταν στην κουζίνα της –προ 6ετίας- Φωλιάς, μαγαζί το οποίο έχει
πολλά κοινά με τον Πεζόδρομο, τόσο στο φαίνεσθαι όσο και στο… γεύεσθαι.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου